- που
- (I)και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α(αόρ. εγκλιτ. επίρρ.)1. κάπου, σε κάποιο τόπο («ἐμβαλεῑν που τῆς χώρας», Ξεν.)2. σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή ἀπειρία πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», Θουκ.)3. (με αριθμτ.) περίπου, πάνω κάτω («ἔτεα τρία καί δέκα κου μάλιστα», Ηρόδ.)4. (συχνά προστίθεται σε προεισαγωγικά μόρια ή επιτάσσεται σε λέξεις προκειμένου να περιορίσει ή να τροποποιήσει κάποια έκφραση) κατά κάποιον τρόπο, πιθανώς, ίσως, υποθέτω, στοχάζομαι (α. «Ζεὺς μὲν που τό γε οἶδε», Ομ. Ιλ.β. «τί που δράσεις ὅταν τὰ λοιπὰ πυνθάνῃ κακά», Αισχύλ.)5. φρ. «οὔ τί που»(για άρνηση με αγανάκτηση ή απορία) βεβαίως δεν δυνατόν («οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- τών ερωτηματικών και αόρ. επιρρ. (βλ. λ. πο-) + επιρρμ. κατάλ. -ου].————————(II)Ν(άκλ. αναφ. αντων. κν. γένους και αριθ.)1. ο οποίος («αυτός είναι που χάλασε τον κόσμο»)2. (ως αιτιολογ, σύνδεσμος με ρήματα που δηλώνουν ψυχικό πάθος) διότι, επειδή («λυπούμαι που δεν μπορώ να σάς εξυπηρετήσω»)3. (ως χρον. σύνδεσμος) όταν, αφότου, ενώ («είναι πέντε μήνες που έφυγε στο εξωτερικό»)4. (ως αποτελεσμ. σύνδεσμος) ώστε («έχει κάτι άγρια μάτια που σέ πιάνει τρεμούλα»)5. (ως ειδ. σύνδεσμος) ότι, πως («τό καταλαβαίνω που μέ πειράζεις»)6. (ως ευχετ. μόριο, κυρίως για κατάρες) είθε, μακάρι, άμποτε («που να σέ πάρει και να σέ σηκώσει»)7. (ως αναφ. και τοπ. επίρρ.) όπου («μην κουνηθείς από εκεί που βρίσκεσαι»)8. ως θαυμαστικό επιφώνημα (α. «τί όμορφη που είσαι σήμερα» β. «κακό που μάς βρήκε»)9. (φρ) «που λες»(ως παρενθετική φρ. σε αφήγηση) λοιπόν, επιτέλους, για να ξέρεις («πήγα, που λες, κι εγώ αλλά κανείς δεν ήταν εκεί»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπού / ὅπου με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος. Η άποψη ότι η αντων. που προέρχεται από το ερωτηματικό ποῦ δεν θεωρείται πιθανή].————————(III)το, Νμετρολ. κινεζική μονάδα μήκους ισοδύναμη με 1, 79 μέτρα.
Dictionary of Greek. 2013.